Το μαγνήσιο απορροφάται αρχικά στο λεπτό έντερο και οι υγιείς άνθρωποι απορροφούν περίπου 35-40% του μαγνησίου που καταναλώνουν. Δεδομένου ότι το μαγνήσιο είναι κατά κύριο λόγο ένα ενδοκυτταρικό κατιόν (θετικό ιόν), η αποτελεσματικότητα οποιουδήποτε από το στόμα χορηγούμενου συμπληρώματος μαγνησίου αξιολογείται με βάση τη διαλυτότητα και το ρυθμό απορρόφησης από το λεπτό έντερο στην κυκλοφορία του αίματος και το μετασχηματισμό του σε ελεύθερο ιόν. Αυτό συμβαίνει γιατί μόνο τα ελεύθερα ιόντα απορροφώνται μέσα στα κύτταρα των ιστών, διαπερνώντας τις κυτταρικές μεμβράνες μέσω συγκεκριμένων διαύλων. Εξαιτίας αυτής της πολύπλοκης οδού απορρόφησης, είναι σημαντικό για ένα συμπλήρωμα διατροφής μαγνησίου να μπορεί να απορροφάται από τα κύτταρα του σώματος για να είναι ευεργετικό για την υγεία του ατόμου. Τα επίπεδα μαγνησίου στο σώμα ρυθμίζονται από τα νεφρά. Όταν τα επίπεδα μαγνησίου στο αίμα είναι υψηλά, τα νεφρά αποβάλλουν γρήγορα το πλεόνασμα.
Ενδοκυτταρικός Ρυθμός Απορρόφησης Διαφόρων Αλάτων Μαγνησίου
Οι μορφές συμπληρωμάτων διατροφής μαγνησίου που λαμβάνονται από το στόμα δεν παράγονται στο σύνολό τους με τον ίδιο τρόπο. Ο ρυθμός απορρόφησης και η βιοδιαθεσιμότητα κάθε σκευάσματος ποικίλλει, όπως ακριβώς ποικίλλουν και οι πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειές τους. Τα άλατα μαγνησίου αποτελούνται από ένα άτομο μαγνησίου και ένα συνδέτη, ο οποίος είναι ένα ιόν ή μόριο, το οποίο συνδέεται στο κεντρικό άτομο του μαγνησίου. Ο συνδέτης μπορεί να είναι οργανικός ή ανόργανος. Από την ένωση του μαγνησίου με ανόργανους συνδέτες προκύπτουν το Χλωριούχο Μαγνήσιο (αλλιώς και Χλωρίδιο του Μαγνησίου), το Θειικό Μαγνήσιο, το Οξείδιο του Μαγνησίου και, στην περίπτωση του Magnevit, το Μονοϋδρικό Οξείδιο του Μαγνησίου. Οργανικοί συνδέτες είναι φυσικά αμινοξέα (όπως είναι το ταυρικό, το ασπαρτικό, το οροτικό και η γλυκίνη), ή όξινες συνθέσεις που υπάρχουν φυσιολογικά στο ανθρώπινο σώμα (όπως το γαλακτικό, το κιτρικό, ή το γλυκονικό οξύ κτλ.). Για πολλά χρόνια υπήρχε η συμβατική, αλλά και ταυτόχρονα λανθασμένη πεποίθηση ότι τα παρασκευάσματα του μαγνησίου με οργανικό συνδέτη, εφόσον ήταν πολύ υδατοδιαλυτά, ήταν και πιο βιοδιαθέσιμα στον ανθρώπινο οργανισμό, με το επιχείρημα ότι το ανθρώπινο σώμα μπορούσε να «αναγνωρίσει» τους φυσικά παρόντες συνδέτες.
Η διεξαγωγή μακροχρόνιων μελετών όμως, απέδειξε ότι οι περισσότεροι οργανικοί συνδέτες τείνουν να εφαρμόζουν ένα σύμπλοκο, το οποίο ονομάζεται «χηλικό σύμπλοκο», στο οποίο το μαγνήσιο περιβάλλεται από τα μόρια του συνδέτη. Για την ακρίβεια, χηλικό σύμπλοκο ονομάζεται μία χημική ένωση με τη μορφή ενός ετεροκυκλικού δακτυλίου, που περιέχει ένα μεταλλικό ιόν συνδεδεμένο με τουλάχιστον δύο μη μεταλλικά ιόντα.
Αυτά τα χηλικά σύμπλοκα είναι πολύ σταθερά και το ανθρώπινο σώμα δυσκολεύεται να τα αποδομήσει. Ως εκ τούτου, ο οργανισμός είναι ανίκανος να απελευθερώσει τα ιόντα του μαγνησίου από τις οργανικές αυτές συνθέσεις, με αποτέλεσμα να μη σχηματίζονται ελεύθερα ιόντα μαγνησίου, τα οποία μόνο σε ελεύθερη μορφή απορροφώνται ενδοκυτταρικά.
Αυτά τα χηλικά σύμπλοκα είναι πολύ σταθερά και το ανθρώπινο σώμα δυσκολεύεται να τα αποδομήσει. Ως εκ τούτου, ο οργανισμός είναι ανίκανος να απελευθερώσει τα ιόντα του μαγνησίου από τις οργανικές αυτές συνθέσεις, με αποτέλεσμα να μη σχηματίζονται ελεύθερα ιόντα μαγνησίου, τα οποία μόνο σε ελεύθερη μορφή απορροφώνται ενδοκυτταρικά.
Τα οργανικά σύμπλοκα δεν μπορούν να διαπεράσουν μέσω των διαύλων ανταλλαγής ιόντων τις κυτταρικές μεμβράνες, και επομένως παραμένουν στην κυκλοφορία του αίματος, με τελικό στάδιο την αναπόφευκτη απέκκρισή τους από τα νεφρά, τα οποία με τη σειρά τους μπορούν να επαναπορροφήσουν στην κυκλοφορία του αίματος μόνο ελεύθερα, μη-συμπλοκοποιημένα μόρια. Όσο λοιπόν αυξάνεται η σταθερότητα των συμπλόκων του μαγνησίου, τόσο μειώνεται η ενδοκυτταρική απορρόφηση του μαγνησίου.
Στον πίνακα αναφέρεται ο ρυθμός συμπλοκοποίησης του κάθε συνδέτη με το μόριο του μαγνησίου κατά IUPAC (Διεθνής Ένωση Καθαρής και Εφαρμοσμένης Χημείας).
Συμπερασματικά, οι οργανικοί συνδέτες αδυνατούν να σχηματίσουν ενώσεις που θα αναπληρώσουν τις ανάγκες του οργανισμού σε μαγνήσιο, για αυτό και αποδείχθηκε ότι η χρήση για παράδειγμα του ταυρικού μαγνησίου, του οροτικού μαγνησίου, του γλυκινικού μαγνησίου, του ασπαρτικού μαγνησίου, του κιτρικού μαγνησίου ή του γαλακτικού μαγνησίου είναι αναποτελεσματική.
Συμπερασματικά, οι οργανικοί συνδέτες αδυνατούν να σχηματίσουν ενώσεις που θα αναπληρώσουν τις ανάγκες του οργανισμού σε μαγνήσιο, για αυτό και αποδείχθηκε ότι η χρήση για παράδειγμα του ταυρικού μαγνησίου, του οροτικού μαγνησίου, του γλυκινικού μαγνησίου, του ασπαρτικού μαγνησίου, του κιτρικού μαγνησίου ή του γαλακτικού μαγνησίου είναι αναποτελεσματική.
Ενδοκυτταρικός Ρυθμός Απορρόφησης Μονοϋδρικού Οξειδίου του Μαγνησίου
Η πρώτη μελέτη που απέδειξε τη θεωρία περί απορρόφησης των διαφόρων αλάτων μαγνησίου δημοσιεύτηκε το 2012, όταν ερευνήθηκε η συμπληρωματική αγωγή κιτρικού μαγνησίου σε σύγκριση με το οξείδιο του μαγνησίου σε 41 υγιείς εθελοντές χωρίς καμία διαγνωσμένη καρδιαγγειακή πάθηση. Σε αυτή την τυχαιοποιημένη, προοπτική, διπλά-τυφλή, διασταυρούμενη* μελέτη, το δείγμα χωρίστηκε σε δύο ομάδες και η πρώτη έλαβε ταμπλέτες Μονοϋδρικού Οξειδίου του Μαγνησίου (520mg/ημέρα στοιχειακού μαγνησίου), η δεύτερη ταμπλέτες Κιτρικού Μαγνησίου για 1 μήνα (Φάση 1), ακολούθησε μία περίοδος 4 εβδομάδων χωρίς λήψη καμίας αγωγής (Φάση 2), και έπειτα έγινε διασταύρωση των αγωγών για έναν ακόμα μήνα (Φάση 3). Η συγκέντρωση του μαγνησίου υπολογίστηκε από υπογλώσσια κύτταρα μέσω περίθλασης ακτίνων-Χ, από τα επίπεδα μαγνησίου στον ορό του αίματος, τη συσσώρευση αιμοπεταλίων και τη συμπλήρωση ερωτηματολογίων σχετικά με την ποιότητα ζωής των συμμετεχόντων πριν και μετά από κάθε φάση. Το Μονοϋδρικό Οξείδιο του Μαγνησίου αποδείχθηκε 2,7 φορές πιο απορροφήσιμο ενδοκυτταρικά από το Κιτρικό Μαγνήσιο.
* Τυχαιοποιημένη: τα άτομα έχουν τυχαία ενταχθεί στην πειραματική ομάδα, στην ομάδα placebo, ή στην ομάδα ελέγχου.
Προοπτική: μελέτη στην οποία μία ομάδα ανθρώπων παρακολουθείται ως προς την εμφάνιση ή μη εμφάνιση συγκεκριμένων καταληκτικών σημείων ή ενδεχομένων ή μετρήσεων.
Διπλά-τυφλή: Η κατανομή της θεραπευτικής παρέμβασης είναι άγνωστη τόσο στους ασθενείς όσο και στους ιατρούς
Διασταυρούμενη: Γίνεται αντιστροφή της θεραπείας που λαμβάνει κάθε ομάδα
Εξαιτίας της υψηλής απορρόφησης που εξασφαλίζει το Magnevit, έχει τη δυνατότητα να εξοπλίζει τον οργανισμό με τη Συνιστώμενη Ημερήσια Πρόσληψη μαγνησίου που είναι απαραίτητη για την καλή λειτουργία του νευρικού συστήματος και την καταπολέμηση των κραμπών και της δυσφορίας που αυτές επιφέρουν. Χαρακτηριστικά, όπως φαίνεται και στο παρακάτω γράφημα, η περιεκτικότητα του στοιχειακού μαγνησίου στο Οξείδιο του Μαγνησίου είναι 60%, στο Μονοϋδρικό Οξείδιο του Μαγνησίου 45%, στο Υδροξείδιο του Μαγνησίου 42%, ενώ στις οργανικές μορφές είναι 16% για το κιτρικό και ακόμα λιγότερη για τις υπόλοιπες ενώσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως.
Επομένως, μία κάψουλα Magnevit προσφέρει όλη την απαιτούμενη ποσότητα μαγνησίου για τον ανθρώπινο οργανισμό, σε αντίθεση με 3-10 κάψουλες που απαιτούνται από τις άλλες οργανικές ενώσεις για τον ίδιο σκοπό, όπως αναγράφεται και στον παρακάτω πίνακα.